θεσμοσυνη

θεσμοσυνη
    θεσμοσύνη
    дор. θεσμοσύνα (ῡ) ἥ законность, справедливость Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "θεσμοσυνη" в других словарях:

  • θεσμοσύνη — και δωρ. τ. θεσμοσύνα, ἡ (Α) [θεσμός] η δικαιοσύνη …   Dictionary of Greek

  • θεσμοσύνας — θεσμοσύνᾱς , θεσμοσύνη justice fem acc pl θεσμοσύνᾱς , θεσμοσύνη justice fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»